τἀπίλοιπ' — ἐπίλοιπα , ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc pl ἐπίλοιπε , ἐπίλοιπος still left masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπίλοιπα — ἐπίλοιπα , ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)